ابتزاز - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ابتزاز - translation to Αγγλικά


ابتزاز         
extortion, racket, blackmail, shakedown, exaction, hustle
VAMPIRISM         
  • alt=See caption
  • alt=See caption
  • alt=A person is lying in a bed while another person is reaching on the bed towards them.
  • alt=See caption
  • alt=See caption
  • alt=A painting of a woman with red hair.
  • alt=An image of a woman kissing a man with wings.
  • alt=See caption
  • alt=A painting of a naked woman with a snake wrapped around her.
  • alt=See caption
  • alt=A shadow of a vampire and a railing.
  • alt=See caption
  • alt=See caption
  • Title page of ''treatise on the chewing and smacking of the dead in graves'' (1734), a book on vampirology by [[Michael Ranft]].
  • alt=A woman showing teeth with fangs.
  • alt=See caption
  • alt=See caption
MYTHOLOGICAL OR FOLKLORIC CREATURE
Vampyre; Vampirism; Vampires; Vampyres; Vampiric; Vampirist; Vampirists; Becoming a Vampire; History of vampire lore; History of Vampirism; History of Vampire lore; Kyūketsuki; Brucolaque; Wąpierz; Vampiros; Vampiress; Vampir; Vampirical; Kyuuketsuki; Shinso; Broucolaques; Vampiers; Origins of vampire beliefs; Theoretical origins of vampires; Wapierz; Kyuketsuki; Vampire types; Vampirology; Cadaver Sanguisugus; Vampire signs; Vampire legends; Killing a vampire; Vampirologist; Vampire fangs; 🧛; 🧛‍♂️; Wampir

ألاسم

اِبْتِزَاز ; اِبْتِزَازٌ ( تَهْدِيدِيّ )

USURPATION         
ILLEGITIMATE OR CONTROVERSIAL CLAIMANT TO STATE POWER
Usurpation; Usurp; Usuper; Usurped

ألاسم

اِبْتِزَاز ; اِبْتِزَازٌ ( تَهْدِيدِيّ )

Βικιπαίδεια

ابتزاز
تصغير|200بك|يسار